- συνανθρωπεύομαι
- και, σπανίως, το ενεργ. συνανθρωπεύω Α1. ζω μαζί με ανθρώπους2. φρ. «τὰ συνανθρωπευόμενα ζῷα» — τα κατοικίδια ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνθρωπεύομαι «ζω σαν άνθρωπος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανθρωπευομένων — συνανθρωπεύομαι live with pres part mp fem gen pl συνανθρωπεύομαι live with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανθρωπευόμενα — συνανθρωπεύομαι live with pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανθρωπεύεται — συνανθρωπεύομαι live with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανθρωπίζ — Α συνανθρωπεύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπίζω «ζω σαν άνθρωπος»] … Dictionary of Greek
συνανθρωπώ — έω, Α συνανθρωπεύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπῶ (< ἄνθρωπος)] … Dictionary of Greek